πηρομελής

πηρομελής
πηρο-μελής, ές,
A disabled in the limbs, maimed, Epigr. ap. D.L.5.40.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πηρομελής — disabled in the limbs masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηρομελής — ές, ΝΑ νεοελλ. αυτός που έχει πηρομέλεια, δυσμορφία ενός μέλους τού σώματος αρχ. αυτός που έχει ακρωτηριασμένο ένα ή περισσότερα μέλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πηρός «ανάπηρος» + μελής (< μέλος), πρβλ. μικρο μελής, περισσο μελής] …   Dictionary of Greek

  • μέλος — το (ΑM μέλος) 1. εξάρτημα τού κορμού ανθρώπου ή ζώου, που έχει διάταξη κατά ζεύγη και χρησιμεύει για τη μετακίνηση ή σύλληψη, αλλ. άκρο («κρεοκοποῡσι δυστήνων μέλη», Αισχύλ.) 2. καθένα από τα άτομα μιας ομάδας ή ενός συνόλου («τα μέλη τού… …   Dictionary of Greek

  • πηρομελία — και πηρομέλεια, η, Ν ιατρ. συγγενής απουσία ή διαμαρτία διαπλάσεως τών άκρων, σπάνιο φαινόμενο ώς τις αρχές τής δεκαετίας τού 1960, οπότε άρχισαν να εμφανίζονται τα τραγικά αποτελέσματα από τη χρήση τού φαρμάκου θαλιδομήδη, φαινόμενο που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”